- αναισθησία
- Κατάργησητης αισθητικότητας και συνεπώς του πόνου. Η ανθρωπότητα άρχισε τον δύσκολο αγώνα εναντίον του σωματικού πόνου εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν εκχυλίσματα βοτάνων και δρόγες που έφερναν ύπνο και μετρίαζαν τον πόνο, έως το όπιο της Ανατολής, τα φύλλα του φυτού κόκα των ιθαγενών της Νότιας Αμερικής και τα διάφορα εκχυλίσματα κώνειου, μαύρου στρύχνου, φύλλων μπελαντόνας, ώσπου να φτάσει στην πραγματική μελέτη της α. με την ανακάλυψη των διάφορων αναισθητικών αερίων.
Το 1844, ο Χ. Γουέλς μεταχειρίστηκε για πρώτη φορά ως αναισθητικότο πρωτοξείδιο του αζώτου, που ακόμα χρησιμοποιείται σε όλο τον κόσμο. Το 1846, στη Βοστόνη, οι γιατροί Μόρτον και Τζάκσον χρησιμοποίησαν τον αιθέρα για τον ακρωτηριασμό ενός ποδιού. Μαζί με αυτά, η αναισθησιολογία άρχισε να χρησιμοποιεί και άλλα αέρια: χλωροφόρμιο, αιθυλένιο, κυκλοπροπάνιο κ.ά. Σιγά-σιγά, όμως, πολλά από αυτά εγκαταλείφθηκαν, όχι ως ανεπαρκή, αλλά εξαιτίας της τοξικότητάς τους.
Η α. διακρίνεται σε γενική, που συνίσταται στη διακοπή της αισθητικότητας με την ενέργεια του φάρμακου στα εγκεφαλικά κέντρα της συνείδησης, και σε τοπική, όταν η διακοπή της αισθητικότητας γίνεταιστο ύψος των περιφερικών νεύρων.
Η γενική α. επιτυγχάνεται είτε με εισπνοή, με τη χορήγηση δηλαδή των αερίων από την πνευμονική οδό, και σε αυτές τις περιπτώσεις το αέριο χορηγείται με εισπνοή μέσα από την προσωπίδα που σκεπάζει το στόμα και τη μύτη, είτε με διασωλήνωση, όταν το αέριο χορηγείται απευθείας στο βρογχικό δέντρο με έναν λαστιχένιο σωλήνα, που εισάγεται στο στόμα και φτάνει έως την τραχεία. Στα μικρά παιδιά χρησιμοποιείται καμιά φορά η εισαγωγή του αναισθητικού φαρμάκου από το ορθό (υποκλυσμός)· σε αυτές τις περιπτώσεις, όμως, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την ακριβή ποσότητα αναισθητικού που πραγματικά απορροφάται από τον ασθενή. Τέλος, μπο
ρεί να γίνει γενική α. με τη χορήγηση από την ενδοφλέβια οδό φαρμάκων, κατά κανόνα παραγώγων τουβαρβιτουρικού οξέος. Αυτή είναι η πιο διαδεδομένη μέθοδος για την ταχεία νάρκωση, η οποία διατηρείται έπειτα με συνεχή εισπνοή αερίου και προπάντων με την ενδοφλέβια χορήγηση κουραρίου, ή ακόμα καλύτερα με φάρμακα παράγωγα του κουραρίου, που ενεργούν καταστέλλοντας με τρόπο πλήρη και σταθερό τις μυϊκές συσπάσεις και διευκολύνουν έτσι σημαντικά το έργο του χειρουργού.
Οι συσκευές που χρησιμοποιούνται για να προκαλέσουν και να διατηρήσουν τη νάρκωση είναι αρκετά πολύπλοκες, αφού εκτός από την ακριβή δοσολογία των διάφορων αερίων που χρησιμοποιούνται, επιτρέπουν και τη μεταβολή, ανάλογα με τις ανάγκες, της σύνθεσης του αναισθητικού μείγματος με την προσθήκη οξυγόνου, καθώς και τη χρησιμοποίηση του διοξειδίου του άνθρακα που εκπνέει ο ασθενής, ως διεγερτικού της αναπνοής. Μια από τις πιο διαδεδομένες συσκευές ονομάζεται αυτόματος αναπνευστήρας και προσφέρει στον αναισθησιολόγο το σημαντικό πλεονέκτημα να μπορεί να ελέγχει αυτόματα την αναπνοή του ασθενή, που βρίσκεται υπό γενική α., για σχεδόν αόριστο διάστημα.
Η τοπική α. μπορεί να γίνει είτε φέρνοντας σε επαφή με το δέρμα ατμούς χλωριούχου αιθυλίου (α. επιφανείας με ψύξη), είτε με διήθηση του εγχειρητικού πεδίου με αναισθητικά μείγματα είτε, τέλος, με ένεση αναισθητικού στον νωτιαίο μυελό, οπότε επιτυγχάνεται διακοπή αισθητικότητας σε μεγάλα τμήματα του σώματος. Τμηματική α. μπορεί να γίνει και με ένεση αναισθητικού απευθείας σε ένα νευρικό στέλεχος (στελεχιαία α.). Τα φάρμακα που γενικά χρησιμοποιούνται σε αυτούς τους τύπους α. είναι η νοβοκαΐνη και τα παράγωγά της. Η αναισθησιολογία χρησιμοποιεί και άλλα αέρια, όπως το φλουσθάνιο και τα παράγωγά του.
Χειρουργική επέμβαση με γενική αναισθησία, όπως αυτή εφαρμοζόταν τη δεκαετία του 1960.
* * *η (Α ἀναισθησία)1. έλλειψη αισθήσεως, μερική ή ολική απώλεια τής αισθητικότητας ολόκληρου τού σώματος ή ενός τμήματος του2. αμβλύτητα προς τις ηδονές και τους πόνους, ασυγκινησία3. έλλειψη συναισθήσεως, απάθεια, αδιαφορία, ασπλαχνία4. απώλεια τών σωματικών αισθήσεων, λιποθυμία, κώμααρχ.νωθρότητα κατά την αντίληψη, βραδύνοια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναίσθητος.ΠΑΡ. νεοελλ. αναισθησιακός, αναισθησιτικός.ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναισθησιολόγος].
Dictionary of Greek. 2013.